- συγκατέρριψε
- συγκατέρρῑψε , συγκαταρρίπτωthrow down togetheraor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκαταρρίπτω — Α ρίχνω μαζί ή συγχρόνως με άλλον («ὅν τινα Τένην διαβολὴ μητρυιᾱς... συγκατέρριψε διὰ τοῡ πατρὸς Κύκνου εἰς θάλασσαν», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek